γενναῖος

γενναῖος
γενναῖος , α, ον (Hom. et al.; OGI 589, 1; PMerton 12, 18; StudPal XXII, 33, 15; BGU 801, 5; LXX, Philo; Jos., C. Ap. 1, 319; 2, 24 al.; Tat. 32, 2) gener. pert. to meeting standards of ancestral prestige, then of characteristics associated with high-born pers., noble, illustrious epithet of martyrs or their witness (as 4 Macc) οἱ γενναιότατοι μάρτυρες του Χριστοῦ the most noble witnesses of Christ MPol 2:2; ὁ γενναιότατος … Γερμανικός 3:1; γενναῖα τὰ μαρτύρια 2:1; τὰ γ. ὑποδείγματα noble examples 1 Cl 5:1; τὸ γενναῖον τῆς πίστεως αὐτοῦ κλέος he won glorious renown for his faith 5:6. γέρας γενναῖον λαμβάνειν receive a noble reward 6:2 (cp. Aeschyl. Fgm. 281, 5 TGF μέλος; of inanimate things: Περὶ ὕψους 8, 1; 9, 1 al.). As epithet for Christians gener. brave, able 54:1 (cp. 4 Macc 6:10; PLond IV, 1353, 13 [VII A.D.] ναύτας γενναίους). Sim. of the phoenix strong, powerful (Menand., Fgm. 223, 12 Kock=1, 12 S. ἀλεκτρυών) 25:3.—τὸ γενναῖον as substantive (=γενναιότης, as Soph., Oed. Col. 569; Xenophon; Nicol. Dam: 90 Fgm. 9; 47, 4 Jac.) τὸ γενναῖον αὐτῶν their nobility MPol 2:2.—DELG s.v. γίγνομαι p. 222.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γενναῖος — true to one s birth masc nom sg γενναῖος true to one s birth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • γενναίος, -α — ο επίρρ. α 1. ανδρείος, τολμηρός, θαρραλέος: Υπήρξε γενναίος αγωνιστής. 2. άφθονος, πλουσιοπάροχος: Πήρε γενναία αμοιβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κολοκοτρώνης, Γενναίος — (1805 – 1868). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός, πολιτικός, πρωθυπουργός (1862), γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (βλ. λ.). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης, αλλά επονομάστηκε Γενναίος, λόγω της γενναιότητας που επέδειξε στη διάρκεια του Αγώνα.… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ ο Γενναίος — (1557 – 1601). Ηγεμόνας της Βλαχίας (1593 1601). Στη διάρκεια της ηγεμονίας του αρνήθηκε να καταβάλει φόρο στο Σουλτάνο και αργότερα εξεγέρθηκε εναντίον των Τούρκων έχοντας και την υποστήριξη του αυτοκράτορα Ροδόλφου. Για ορισμένο χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • γενναῖον — γενναῖος true to one s birth masc acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem acc sg γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖα — γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖε — γενναῖος true to one s birth masc voc sg γενναῖος true to one s birth masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖοι — γενναῖος true to one s birth masc nom/voc pl γενναῖος true to one s birth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναῖαι — γενναῖος true to one s birth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότατ' — γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut nom/voc/acc superl pl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth adverbial superl γενναῑότατα , γενναῖος true to one s birth neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”